- πρεσβυτερίου
- πρεσβυτέριονcouncil of eldersneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
PRESBYTER — I. PRESBYTER Hebr. Zeken, i. e. Senior, nomen titulusque eminentioribus olim, adeoque Praefectis Iuridicis Israelitarum, iam per intervallum Legis dationem in Sinai antevertens, tribui solitus et quidem his inprimis, uti vidimus supra, voce Iudex … Hofmann J. Lexicon universale
MANUS — I. MANUS apud Quintilianum l. 5. c. 13. Ut gladiatorum manus, quae secundae vocantur, fiunt et tertiae, si prima ad evocandum adversarii ictum prolata erat, et quartae, si geminata captatio est, ut bis cavere bis repetere oportuerit: sunt… … Hofmann J. Lexicon universale
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… … Dictionary of Greek
Μπραμάντε, Ντονάτο — (Donato Bramante, Φερμινιάνο, Ουρμπίνο 1444 – Ρώμη 1514). Ιταλός αρχιτέκτονας και ζωγράφος. Στην εποχή του η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη ώστε γρήγορα έγινε σχεδόν μύθος που διατηρήθηκε αναλλοίωτος για πολλούς αιώνες. Το έργο του αποτελεί βασικό… … Dictionary of Greek
Πιντουρίκιο Μπερναρντίνο ντι Μπέτο, ο επονομαζόμενος- — (Pinturicchio, Περούτζια 1454 – Σιένα 1513).Ιταλός ζωγράφος. Διαμορφώθηκε κοντά στον ζωγράφο Μπαρτολομέο Καποράλι, αλλά ο πραγματικός δάσκαλος του ήταν ο Περουτζίνο, μαζί με τον οποίο εργάστηκε ως βοηθός, από το 1481 έως το 1843, στη διακόσμηση… … Dictionary of Greek